Σπίτια

Τα σπίτια χτίζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχουν προστασία από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του ορεινού ανάγλυφου και για προστασία από επιδρομές και ληστείες. Είναι κυρίως διώροφα με κύριο υλικό δόμησης την πέτρα. Διακρίνονται για τη μοναδική επεξεργασία της πέτρας στην τοιχοποιία, που είναι πάντα ανεπίχριστη και στις περισσότερες των περιπτώσεων λιτή και χωρίς διακόσμηση. Στην αυστηρή και απόλυτα κυβική εντύπωση που προκαλούν συμβάλλει το γείσο της στέγης που δεν προεξέχει πολύ, ενώ το ύψος της στέγης δεν δημιουργεί ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς οι πλάκες της επιστέγασης έχουν την ίδια υφή και χρώμα με τις πέτρες της τοιχοποιίας. Η επικάλυψη της στέγης γίνεται από σχιστόπλακες, που παλιότερα αφθονούσαν στην περιοχή και προερχόταν από τοπικά πετρώματα στο χαρακτηρισμένο και προστατευόμενο σήμερα πέτρινο δάσος στην περιοχή της Οξιάς. Οι σχιστόπλακες δίνουν γκρίζο τόνο στο χωριό με τις γκριζογάλανες αποχρώσεις τους, δένοντας όμως απόλυτα με το τοπίο και τα χρώματα των γύρω βράχων της χαράδρας του Βίκου. Οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών έχουν μεγάλο πάχος 60 και πολλές φορές 70 εκ. και εσωτερικά ως συνδετικά υλικά έχουν οριζόντια διαζώματα, τις ξυλοδεσιές από ξύλα κυρίως βελανιδιάς. Η χρήση του ξύλου είναι γενικά περιορισμένη. Η στέγη είναι συνήθως τετράριχτη. Η χρήση του χρώματος είναι γενικά πολύ περιορισμένη και δεν τη συναντάμε πουθενά στις όψεις των κτιρίων του χωριού.

Τυπολογία κτισμάτων. Η κάτοψη των σπιτιών έχει σχήμα ορθογωνικό, τετράγωνο, παραλληλόγραμμο. Συχνά το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει μετά από επεκτάσεις και προσθήκες στην αρχική κάτοψη. Η τυπολογία τους έχει άμεση σχέση με τη χρονολογική εξέλιξη και η κατάταξη τους μπορεί να γίνει από τον τρόπο κατασκευής τους (ξερολιθιά- τοιχοποιία με κονίαμα) και από επιμέρους μορφολογικά χαρακτηριστικά (παράθυρα, αστρέχα, ανοικτό ή κλειστό χαγιάτι, κρεβάτα κ.ά. Διακρίνονται 3 τύποι: Α – γιαγιά, Β – μάνα και Γ – θυγατέρα.

Τύπος Α (γιαγιά). Τα σπίτια αυτού του τύπου διαμορφώθηκαν το 1650 περίπου, ενώ σήμερα αυτά που διασώζονται στη Βίτσα είναι ακατοίκητα και ερειπωμένα. Είναι τύπος καθαρός και εύκολα αναγνωρίσιμος. Τα σπίτια είναι μικρά, ισόγεια. Έχουν σχήμα τετράγωνο ή ορθογώνιο, με 1 ή 2 δωμάτια “ανώγεια” και με ανάλογα “κατώγεια”. Η σκάλα είναι πάντα εξωτερική, πέτρινη με 6-10 σκαλοπάτια. Στον τύπο αυτό δεν υπάρχει τζάκι για θέρμανση και φωτισμό άναβαν φωτιά στη μέση ενός τοίχου και για να μην σκορπούν τα κάρβουνα στερέωναν στο χώμα όρθιες πέτρες, σχηματίζοντας ένα χώρο τετράγωνο, τη γωνιά· ο καπνός κυκλοφορούσε ελεύθερα στο χώρο και έβγαινε από μια μικρή ορθογώνια τρύπα που ήταν στη στέγη ακριβώς πάνω από τη γωνιά, και από όλα τα κενά που άφηναν τις πλάκες. Σε ένα ή δύο σημεία στους τοίχους υπήρχαν εσοχές, οι στρουάχες, χωρίς κανάτια, που χρησίμευαν σαν ντουλάπια. Κρεβάτια δεν υπήρχαν και η οικογένεια κοιμόταν σε στρώματα που έστρωναν στη σειρά στο πάτωμα.

Τύπος Β (μάνα). Σπίτι που αποτελείται από 4 χώρους, με τετράγωνο σχήμα κάτοψης. Οι χώροι είναι πιο ψηλοί και πιο ευρύχωροι. Κάθε χώρος αποκτά συγκεκριμένο χαρακτήρα – μεγειρειό με φούρνο, χώρος χειμερινής διαμονής, δωμάτιο διαμονής και ύπνου (μαντζάτο) και ο χώρος για τους επισκέπτες (οντάς). Η σκάλα εντάσσεται σε ημιυπαίθριο χώρο του ισογείου, το χαγιάτι Αυτά τα σπίτια χτίζονται από τεχνίτες. Τα σπίτια αυτά διαμορφώθηκαν γύρω στο 1700 – 1750 και σήμερα δε σώζονται πολλά στη Βίτσα, ενώ στην πλειοψηφία τους έχουν υποστεί μεταγενέστερες προσθήκες.

Τύπος Γ (θυγατέρα). Σπίτια πλουσιότερα από τα προηγούμενα. Προστίθεται προεξοχή στον όροφο, το σαχνισί (σιανισίνι). Στη φάση αυτή η σκάλα είναι ξύλινη με πέτρινα τα 4-5 πρώτα σκαλοπάτια. Στο εσωτερικό του σπιτιού, απέναντι από το τζάκι τοποθετείται η μεσάντρα (μια σειρά ντουλάπια, με φύλλα ταμπλαδωτά, που καλύπτουν όλο τον τοίχο). Στο μαντζάτο υπερυψώνεται το δάπεδο και δημιουργείται χώρος ύπνου (τα μπάσια) ανάμεσα από το τζάκι. Το τζάκι είναι καλοφτιαγμένο, με γύψινες διακοσμήσεις, ανάλογα με τις επιρροές που δέχτηκε ο ιδιοκτήτης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ταβάνια που κατασκευαζόταν στα αρχοντικά εκείνη την εποχή. Τα σπίτια αυτά χρονολογούνται στα τέλη 18ου αι. με μέσα 19ου αι. Είναι η εποχή που οι Ζαγορίσιοι ταξιδεύουν και τα χωριά ευημερούν. Τα σπίτια δηλώνουν τον πλούτο του ιδιοκτήτη τους.

Τύπος Δ. Αυτός ο τύπος σπιτιού διαμορφώθηκε μετά το 1870 με 1880. Τα περισσότερα σπίτια που σώζονται σήμερα είναι αυτής της περιόδου. Βασικό χαρακτηριστικό τους είναι το κλειστό χαγιάτι και η κλειστή κρεβάτα. Δηλαδή, ο τύπος αυτός προήλθε από τον προηγούμενο, με το χτίσιμο των καμαρών και την αντικατάσταση του ξύλινου κιπεγκιού με πέτρα. Ανάλογη εξέλιξη υπάρχει στην κατασκευή των παραθύρων και της καμινάδας.

ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ

Το σπίτι αποτελεί συγκρότημα με: το κυρίως σπίτι, τα βοηθητικά κτίσματα και την αυλή. Η αυλή περιβάλλεται από ψηλό μαντρότοιχο τον οβορό, είναι πλακοστρωμένη και έχει μικρά πέτρινα πεζούλια λόγω των κλίσεων. Η αυλόπορτα κατέχει δεσπόζουσα θέση στο σπίτι. Είναι κυρίως δίφυλλη, ξύλινη, με πλάτος γύρω στα 1,8 -2,0 μ., με στέγη δίρριχτη ή τετράριχτη ασφαλίζεται από μέσα με σιδεριές και για μεγαλύτερη αντοχή έχει πυκνά καρφωμένα πλατιά καρφιά. Τα βοηθητικά κτίσματα είναι πολύ απλές κατασκευές – το μαγειρειό, η τουαλέτα και η στέρνα (αποθήκευση νερού). Το μαγειρειό έχει φούρνο, τζάκι για τη γάστρα και νεροχύτη.

Βιβλιογραφία

Σταματοπούλου Χαρ. (1995). Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, Τόμος έκτος, Θεσσαλία – Ήπειρος, Ζαγόρι, σελ. 229 – 268, εκδ. Μέλισσα.

Χρηστίδης Βυρ. (2004). Η αρχιτεκτονική του κεντρικού Ζαγορίου. Το παράδειγμα του Κουκουλιού. Τόμοι Α και Β. Εκδ. Ριζάρειον Ίδρυμα, Αθήνα.

Χαρίσης Βασ. (1979). Ζαγοροχώρια. εκδ. Γενική Διεύθυνση Οικισμού Υπουργείου Δημοσίων Έργων, Αθήνα.