Αρχαία Ιστορία

Στη θέση “Γενίτσαρη” ανάμεσα από τη Βίτσα και το Μονοδέντρι, μετά από αρχαιολογική έρευνα και ανασκαφή, που διεξήγαγε η αείμνηστη έφορος Αρχαιοτήτων κ. Ιουλία Βοκοτοπούλου, ήρθε στο φως, ένας μικρός οικισμός με δύο νεκροταφεία που χρονολογούνται από το τέλος του 9ου αιώνα π.Χ. μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. Κανένα επιφανειακό στοιχείο, καμιά γραπτή αναφορά ή γραπτή παράδοση δεν οδήγησαν την αρχαιολογική σκαπάνη στην περιοχή αυτή. Η ανακάλυψη ήταν τελείως τυχαία, μετά τη διάνοιξη για την κατασκευή μιας δεύτερης δεξαμενής υδροδότησης της Βίτσας, όπου ήρθαν στο φως κάποιοι αρχαίοι τάφοι.

Έτσι άρχισε το 1965 η ανασκαφική έρευνα, η οποία και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τα αρχαιότερα λείψανα κτισμάτων των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων (8ος – 6ος π.Χ. αιώνα) είναι λίγες καλύβες καμπυλόσχημες ή αψιδωτές, κατασκευασμένες από ξύλα, κλαδιά και άχυρα. Μερικές φορές έχουν θεμέλια λίθινα, άλλοτε όμως περιβάλλονται στη βάση τους με πέτρες για να προστατεύονται από τα νερά της βροχής. Στο δάπεδο, που είναι χώμα έχουν ένα τζάκι για θέρμανση και παρασκευή φαγητού, βόθρους και πιθάρια για νερό και αποθήκευση τροφής. Από τις κατοικίες των γεωμετρικών χρόνων το πιο σπουδαίο κτίσμα είναι ένα καμπυλόσχημο σπίτι στο βόρειο άκρο του οικισμού μήκους 13-50 μέτρα και από τα αρχαϊκά ένα αψιδωτό σπίτι μήκους 9 μέτρων, με πλακόστρωτο δάπεδο.

Μια καινούργια διαμόρφωση του οικισμού διαπιστώνεται στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα, πιθανόν μετά από καταστροφή του από πυρκαγιά. Ο οικισμός φαίνεται να διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα με ένα κάθετο τοίχο πάχους 1,5 μέτρου. Το βόρειο τμήμα βρίσκεται λίγο ψηλότερα από το νότιο. Ο οικισμός πλαισιώνεται από δύο νεκροταφεία, που χρονολογούνται, όπως και ο οικισμός, από τα μέσα του 9ου μέχρι το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα.

Οι ανασκαφές στον αρχαίο οικισμό έφεραν στο φως 184 νεκρικούς τάφους, 141 στο νότιο νεκροταφείο και 43 στο βόρειο. Οι νεκροί είναι τοποθετημένοι σε αβαθείς λάκκους, που τους περιέβαλλαν μία ή δύο σειρές από λιθάρια, ο ένας πάνω στον άλλο, σε 5-6 επάλληλες στρώσεις και ήταν σκεπασμένοι με χώματα και πέτρες. Ο τρόπος αυτός της ταφής θυμίζει την τεχνική των ταφικών τύμβων, που απαντούν στην αρχαία Ελλάδα και ιδιαίτερα στη δυτική από την εποχή του χαλκού μέχρι το τέλος των γεωμετρικών χρόνων. Προς τιμή των νεκρών θέτουν στους τάφους κτερίσματα, αγγεία τροχήλατα από τη νότια Ελλάδα, κυρίως από την Κόρινθο τον 8ο – 6ο π.Χ. αιώνα και από τη βορειοδυτική Πελοπόννησο. Από τον 5ο αιώνα π.Χ. αρχίζουν να επικρατούν τα αττικά αγγεία. Στους άντρες πρόσφεραν όπλα (ξίφη, δόρατα, μαχαίρια, κράνη), στις γυναικείες ταφές πλουσιότερα δώρα, κυρίως κοσμήματα από ορείχαλκο. Στο δεύτερο μισό του 6ου π.Χ. αιώνα χρονολογούνται δύο ωραίες κορινθιακές πρόχοι που βρέθηκαν σε αντρικό τάφο

Το όνομα της Μολοσσικής αυτής Κώμης δεν είναι γνωστό, γιατί η τοπογραφία της Ηπείρου είναι προβληματική ακόμα και για τις μεγάλες πόλεις της. Τα ταπεινά όμως ερείπια των σπιτιών σε συνδυασμό με τα σχετικά πλούσια κτερίσματα των τάφων, αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τη ζωή, το πολιτιστικό επίπεδο και τα έθιμα των κτηνοτρόφων Μολοσσών επί πέντε αιώνες. Εξ άλλου είναι και ο αρχαιότερος οικισμός που ανακαλύφθηκε στην Ήπειρο.

Τα ευρήματα από τις πολύχρονες ανασκαφές του οικισμού και των δύο νεκροταφείων, κοσμούν σήμερα δύο αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βοκοτοπούλου Ιουλία (1986) – Τα νεκροταφεία μιας μολοσσικής κώμης, Αθήνα, Τόμοι Α’, Β’, Γ’