Νεότερη Ιστορία

Η ιστορία της Βίτσας χάνεται στα βάθη των αιώνων. Η γραπτή ιστορία ξεκινάει από τα μέσα του ΙΔ’ αιώνα. Για πρώτη φορά αναφέρεται με το όνομα Βεΐτσα το έτος 1361 σε Χρυσόβουλο που εκδόθηκε από το Δεσπότη Συμεών Ούρεσιν τον Παλαιολόγο. Σε αυτό αναφέρεται ότι τα χωριά Σουδενά, Βεΐτσα και Τσερβάρι τα ενέμετο ο Μέγας Κοντόσταβλος Ιωάννης Τσάφας Ουρσινός, άντρας βαθυκτήμονας και επίσημος. Η επόμενη γραπτή αναφορά ήταν στο νάρθηκα της Ιεράς Μονής Αγίας Παρασκευής, στον οποίο αναγράφονταν τα εξής : “Ανηγέρθη και ανιστορήθη ο ναός ούτος της Αγίας μεγαλομάρτυρος και τροπαιούχου Παρασκευής δι εξόδων και πληρώσεως του ευγενεστάτου Κυρίου Μιχαήλ Βωηβώντα του Θερειανού και της γενναίας και αδελφότητος αυτού και πάντων όλων των Βεζητζινών κληρονόμων κτητόρων και μειζόνων επί της Βασιλείας του πανυψηλοτάτου Δεσπότου ημών Καρόλου του Δουκός εν έτει 6.92ο από κτίσεως κόσμου (1412 μ.Χ.) παρεδρεύοντος εντίμου Εμμανουήλ Ιερέως του Φεηγόρου.” Δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος του πολύτιμου κειμηλίου έχει καταστραφεί και αντικαταστάθηκε πριν από λίγα χρόνια.

Σε ένα ιστορικό έγγραφο “Το Χρονικό της Βοτσάς” που έχει χαθεί, αναφέρεται ότι μεταξύ των χωριών που φέρονται με το όνομα Βοϊνίκο και οι κάτοικοι Βοϊνίκιδες (στρατεύσιμοι) ανήκει και η Βεΐτσα. Υποτάχτηκε δε κατά την άλωση των Ιωαννίνων στο Σενάν πασά μαζί με άλλα χωριά του Ζαγορίου. Στο ίδιο χρονικό αναγράφεται ότι κατά τα έτη 1629 – 1631 το χωριό Βεζίτσα έστελνε 17 Βοϊνίκιδες στην Κωνσταντινούπολη και 700 άσπρα (τουρκικά νομίσματα) σε σύνολο 14 χωριών του Κεντρικού Ζαγορίου τα οποία έστελναν 327 άτομα Βοϊνίκιδες και 16.730 άσπρα.

Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι η Βεΐτσα ή Βεζήτσα (όπως αναφέρεται σε πολλά έγγραφα ) ήταν διαιρημένη σε τρεις μαχαλάδες και κατείχε την ίδια θέση με σήμερα από την ΙΔ’ εκατονταετηρίδα, δηλαδή πριν την άλωση της Ηπείρου από τους Τούρκους. Γύρω από τους μαχαλάδες υπήρχαν και τρεις μικρότεροι συνοικισμοί στις θέσεις Άγιος Ιωάννης (Κορνήσι), Άγιος Νικόλαος (Λιβαδάκια) και Άγιος Αθανάσιος, οι οποίοι διαλύθηκαν και προσχώρησαν στους τρεις μαχαλάδες. Κατά την παράδοση στους κατοίκους του Άνω μαχαλά (Μονοδέντρι) προσχώρησαν οι κάτοικοι του οικισμού που ήταν κοντά στο παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη στη θέση “Κορνήσι”, στο Μεσιό μαχαλά (Άνω Βίτσα) οι κάτοικοι του οικισμού που βρισκόταν κοντά στον Άγιο Νικόλαο στα “Λιβαδάκια” και στον Κάτω μαχαλά (Κάτω Βίτσα) προσχώρησαν οι κάτοικοι του οικισμού που ήταν κοντά τον Άγιο Αθανάσιο. Εικάζεται ότι η μετακίνηση των κατοίκων των τριών αυτών οικισμών προς τους μεγαλύτερους οφείλεται κατά μία εκδοχή στις συχνές επιδρομές Τούρκων και Αλβανών ληστών οι οποίοι λυμαίνονταν εκείνη την εποχή τα Ζαγοροχώρια. Άλλες εκδοχές αναφέρουν ότι η μετακίνηση αυτή των πληθυσμών έγινε για το λόγο κάποιας σοβαρής επιδημικής ασθένειας ή από τη συχνή διέλευση Τούρκων στρατιωτών από την τοποθεσία Τουρκοδρόμια.

Η διοίκηση των τριών μαχαλάδων γινόταν από ένα προεστό, οι κάτοικοι δε συνέρχονταν σε τακτικές συνελεύσεις στη θέση “Γενίτσαρη” στο μέσο των μαχαλάδων και συζητούσαν θέματα που αφορούσαν και τις τρεις κοινότητες. Οι αποφάσεις παίρνονταν κατά την αρχή της πλειοψηφίας και γινόταν σεβαστές από όλους τους κατοίκους. Αυτό συνέβαινε και μέχρι τα τέλη του ΙΘ’ αιώνα.

Λέγεται ότι το έτος 1763 κατά μία εκδοχή ή στις αρχές του ΙΗ’ αιώνα η μία κοινότητα διαιρέθηκε σε τρεις και ο κάθε μαχαλάς αποτελούσε ξεχωριστή κοινότητα.

Οι κάτοικοι των τριών συνοικισμών ενισχύθηκαν κατά καιρούς και από τους κατοίκους άλλων χωριών, οι οποίοι μετακινήθηκαν για διαφόρους λόγους και εγκαταστάθηκαν σε αυτούς. Μια τέτοια μετακίνηση πληθυσμών έγινε στις αρχές του 15ου αιώνα, με την εγκατάσταση αρκετών οικογενειών από το χωριό Βαστανιά (παλιός οικισμός κοντά στα Τσερβαριώτικα καλύβια ο οποίος διαλύθηκε από τις συχνές επιδρομές των Τούρκων), πρώτα στη θέση που αργότερα χτίστηκε το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και μετέπειτα στο Μονοδέντρι. Την αρχή της μετεγκατάστασης έκανε κάποιος από την οικογένεια των αρχόντων Θερειανών, ο οποίος μετοίκησε στη Μονή του Προφήτη Ηλία, για χάρη του καλού κλίματος πριν από το 1400 μ. Χ. Στη συνέχεια μετά τον ερχομό και άλλων, εγκαταστάθηκαν στο Μονοδέντρι, όπου και έμειναν μόνιμα, όπως γράφεται και στην προαναφερθείσα επιγραφή στη Μονή της Αγίας Παρασκευής. Οι άρχοντες από τη Βαστανιά, οι γαιοκτήμονες δηλαδή του χωριού, των οποίων προεξήρχε η οικογένεια των Θερειανών, διατήρησαν τις ιδιοκτησίες στη Βαστανιά για 250 χρόνια. Μετά αντάλλαξαν αυτές με τους κατοίκους του Τσερβαριού, αντί των κτημάτων βόρεια του Προφήτη Ηλία στη θέση “Στούρος” και “Ραμνά”, αφιερώνοντας και μέρος αυτών στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, στο οποίο βοήθησαν και για την ανέγερσή του κατά το έτος 1632. Ανήγειραν και τις εκκλησίες της Αγίας Παρασκευής το 1412 και του Αγίου Γεωργίου στο Μονοδέντρι, με την βοήθεια και των άλλων κατοίκων της Βεζήτσας. Την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου την ανακαίνισαν ξανά κατά το έτος 1558.

Στους άλλους δύο συνοικισμούς άνω και κάτω μαχαλά μετακινήθηκαν οικογένειες από άλλα χωριά. Στην άνω Βίτσα εγκαταστάθηκαν οικογένειες από το χωριό Δεμάτι, ενώ στην κάτω Βίτσα από το χωριό Μπούλτση (Ελάτη), όπως φαίνεται και από τα σωζόμενα ονόματα κάποιων οικογενειών (Δεματάτης και Μπουλτζάτης).

Εκτός όμως από την μετακίνηση πληθυσμών προς τους τρεις συνοικισμούς, είχαμε και μετακίνηση οικογενειών προς άλλα μέρη της Ελλάδας. Έτσι κατά τον ΙΖ’ αιώνα κάποιες οικογένειες και από τους τρεις μαχαλάδες μετανάστευσαν στην Ιθάκη, δημιουργώντας εκεί συνοικία με το όνομα “Πεταλάτες” και ενορία με δικό της ιερέα.

Η περιοχή δοκίμασε πολλά δεινά κατά τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης από τους Τούρκους, με κυριότερα αυτά της αρπαγής των περιουσιών και του παιδομαζώματος. Έτσι αναφέρεται ότι κατά το παιδομάζωμα του 1580 αρπάχτηκε από μια οικογένεια του Μεσιού μαχαλά ο μετέπειτα ονομαστός διοικητής των Ιωαννίνων Ασλάν πασάς. Για το γεγονός αυτό έχουν διασωθεί και οι παρακάτω στοίχοι:

Άλλοτε τον παλιό καιρό

Ζώνιο μπέ, Ζώνιο μπέ,

και το παλιό ζαμάνι

Σέϊδω μετ’ εμέ.

·
Πιάνουν παπάδες και κρεμάν

Γερόντους και σκιεντζιέβουν.

Τότε στο πρώτο μάζωμα

πήραν το νοικοκύρη

και στο δευτερομάζωμα

πήραν και το παιδί μου

Μια δεύτερη μαρτυρία βρίσκουμε για κάποιο άντρα με το όνομα Έξαρχο, ο οποίος καταγόταν από το Μονοδέντρι από την οικογένεια των Μισιαίων. Σε κάποιο παιδομάζωμα τον πήραν οι Τούρκοι και καθώς ήταν έξυπνος και δραστήριος διέπρεψε στον τουρκικό στρατό ανεβαίνοντας γρήγορα σε ανώτερα αξιώματα.

Μεγάλη βοήθεια για να ελαττωθούν τα μεγάλα δεινά της, προσέφερε στην περιοχή η οικογένεια των Θερειανών, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην ιστορία της περιοχής για αρκετούς αιώνες. Ο Μιχαήλ Θερειανός φαίνεται από τις μαρτυρίες ότι μεταξύ των ετών 1620 – 1635 διατηρεί στο Μονοδέντρι 6.000 ζώα. Μετά την ισχυροποίηση τους στην περιοχή επεκτείνουν της δραστηριότητές τους και στα Γιάννενα, αλλάζοντας αργότερα και το όνομα της οικογένειας σε Μίσιος. Το 1670 κατασκευάζουν μεγάλο πύργο στα Γιάννενα αντάξιο της αρχοντιάς τους. Τα παιδιά της οικογένειας έγιναν περιζήτητοι γαμπροί και έτσι άρχισαν να συνάπτουν γάμους με κορίτσια πλούσιων και “καλών” οικογενειών των Ιωαννίνων. Αυτό όμως βοήθησε και πολύ την περιοχή να αποκτήσει όνομα και κύρος.

Κατά τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης από τους Τούρκους, στο Ζαγόρι άκμαζαν τα χωριά Σκαμνέλι, Βραδέτο, Νεγάδες και οι τρεις ενορίες της Βεζήτζας, ενώ επί ημερών Αλή πασά άκμαζαν τα προηγούμενα χωριά μαζί με το Κουκούλι, Μανασσή, Καλωτά και Λιασκοβέτσι.

Κατά τον 17ο αιώνα ο θεσμός των “Βοϊνίκιδων” που επικρατούσε με την αποστολή ανδρών, αντί φόρου, στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι χρησιμοποιούνταν σε αυτοκρατορικές εργασίες, λειτούργησε θετικά για το Ζαγόρι, γιατί πολλοί από αυτούς κατέλαβαν ανώτερα κλιμάκια στον τουρκικό στρατό, βοηθώντας έτσι με την επιρροή τους και την περιοχή τους. Ένας από αυτούς που μνημονεύονται ήταν και ο Νικόλαος Γιαπανζής από τη Βεζήτζα, ο οποίος έγινε και Βοϊνάκ Μπέης (Σταβλάρχης). Πολλοί από αυτούς που πήγαν, από της τρεις συνοικίες της Βεζήτζας, στην Κωνσταντινούπολη μετά το τέλος της θητείας τους, έμειναν εκεί ασχολούμενοι κυρίως με το εμπόριο, δημιουργώντας στα τέλη του 17ου αιώνα αξιόλογη παροικία. Εκτός όμως από την Κωνσταντινούπολη αξιόλογη παρουσία των Βεζιτζηνών έχουμε και σε άλλες ανεπτυγμένες περιοχές της τότε εποχής όπως στη Βενετία, Μολδαβία, Βλαχία, Ρωσία και αλλού.

Ο Γάλλος περιηγητής Pouqueville στις αρχές του 19ου αιώνα γράφει πως “οι Ζαγορίσιοι είναι δραστήριοι και ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο. Πλούσιοι έμποροι από το Καπέσοβο και τη Βεΐτσα διατηρούσαν οίκους στη Βιέννη, στη Μόσχα, στο Μπρεσλάου, στη Λειψία και στο Άμστερνταμ. Οι περισσότεροι κατέθεταν τα κεφάλαιά τους σε γερμανικές τράπεζες. Όσοι είχαν εγκατασταθεί στη Ρωσία και στις παραδουνάβιες περιοχές επιδίδονταν στο γουνεμπόριο”.

Ακόμη και στα μέσα του 20ου αιώνα υπάρχουν πολλοί ξενιτεμένοι Βιτσινοί. Το 1939 βρίσκονται 40 άτομα στην Αίγυπτο, 6 στη Ρουμανία, 5 στη Σερβία, 5 στην Αμερική και 1 άτομο στην Αυστρία.

Κατά το έτος 1919 ενώθηκαν οι Μεσιός (Άνω Βίτσα) και Κάτω μαχαλάς (Κάτω Βίτσα) σε μία κοινότητα με Βασιλικό Διάταγμα στις 7 Αυγούστου 1919, Φ.Ε.Κ Α’ 184/1919), μετά από συστάσεις της Γενικής Διοίκησης Ιωαννίνων, η οποία υποδείκνυε και στις τρεις κοινότητες (Μονοδέντρι, Άνω και Κάτω Βίτσα) να αποτελέσουν μία κοινότητα, όπως παλιά, διατηρώντας η κάθε μία την ιδιοκτησία της και τα δικαιώματά της.

Το Νοέμβριο του 1940 έγινε βομβαρδισμός της Βίτσας από ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα. Μία από τις βόμβες χτύπησε το αρχοντικό Βελογιάννη στην Κάτω Βίτσα, το οποίο χρησιμοποιούσαν στρατιώτες του ελληνικού εφεδρικού λόχου κατά τον πόλεμο του ’40. Από την βόμβα σκοτώθηκε ο Μανούσης και αρκετοί στρατιώτες, ενώ τραυματίστηκαν αρκετοί, μεταξύ αυτών και κάποιοι Βιτσινοί.

Το καλοκαίρι του 1943 οι Ιταλοί πυρπολούν στη Βίτσα τρία σπίτια, του Διονυσίου Πανταζή και Μιλτιάδη Ζωίδη στην Κάτω Βίτσα και του “Αμιλκού” στην Άνω Βίτσα. Οι Ιταλοί δικαιολόγησαν την πράξη τους ισχυριζόμενοι ότι βρήκαν όπλα στα τρία σπίτια.