ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Αϊ Βασίλης
Οι κοπέλες του χωριού κατά το ξημέρωμα πήγαιναν στο πηγάδι, χωρίς να μιλήσουν καθόλου, για να πάρουν το αμίλητο νερό. Αφού άλειφαν γρήγορα τις πλάκες του πηγαδιού με βούτυρο και τυρί, έπαιρναν το νερό και γύριζαν βιαστικές στο σπίτι. Με το νερό αυτό θα έφτιαναν τη βασιλόπιτα και θα λουζόταν.
Το όνειρο που θα έβλεπαν την παραμονή ήταν σημαντικό για την επόμενη χρονιά. Μια ερμηνεία που δινόταν σε όποιον έβλεπε φωτιά, ήταν ότι την επόμενη χρονιά θα βρει κάποιο χαμένο θησαυρό (βλησίδι όπως το ονόμαζαν). Ο πρώτος άνθρωπος που θα έβλεπαν το πρωί, ήταν σημάδι για την πορεία της υπόλοιπης χρονιάς. Για αυτό προσκαλούσαν παιδάκια στο σπίτι τους πρωί πρωί, στα οποία ζούσαν και οι δύο γονείς τους, για ‘να τα ιδούν’ και να τους κάνουν καλό ποδαρικό όλη τη χρονιά. Στα παιδιά έδιναν γλυκά, καραμέλες και χρήματα.
Ένα ακόμη σημάδι για το πώς θα πάει η επόμενη χρονιά ήταν και η αντάρα (ομίχλη) του πρωινού. Έλεγαν ότι αν ο ορίζοντας είχε αντάρα, τότε η σοδειά θα είναι μεγάλη και συμπλήρωναν τη φράση «κι στ’ ς πέτρις ρίξ’ τι καλαμπόκ’».
Όταν τελείωνε η εκκλησία γυρίζοντας στο σπίτι έπαιρναν τον οβρό ή οβορό [1] ξύλα από πουρνάρι με πολλά φύλλα, τα έβαζαν κοντά στο τζάκι, καθόταν κάποιος πάνω στο ξύλο και έλεγαν τη φράση «Όσα πουρνοτσέφλα [2] έπεσαν τόσα πλια [3] θα βγουν», δηλαδή όσα φύλλα πέσουν τόσα παιδιά θα γεννηθούν την επόμενη χρονιά. Μετά την εκκλησία τα παιδιά περνούσαν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα, εισπράττοντας από τους χωριανούς κάποια χρήματα, αυγά ή μια ποσότητα αλεύρι. Τα κάλαντα που τραγουδούσαν τα παιδιά ήταν τα ακόλουθα:
Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία.
Βαστάει εικόνα και σταυρό χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε.
-Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.
-Εγώ γράμματα να σας πω, τραγούδια δεν ειξέρω.
-Και σαν ειξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί ακούμπησε, να πει την αλφαβήτα
και το ραβδί ήταν χλωρό και πέταξε κλωνάρι
και στην κορφή του κλωναριού τρεις πέρδικες λαλούσαν
Σε τούτ’ το σπίτι πούρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Ένα άλλο έθιμο της ημέρας ήταν και το σημάδι του κόκορα. Οι άντρες του χωριού αγόραζαν ένα μεγάλο κόκορα, τον έδεναν από τα πόδια και τον έβαζαν στο σημάδι με τα κυνηγετικά όπλα από πολύ μακριά. Υπήρχε και επιτροπή, η οποία σημείωνε τις χαμένες βολές και εισέπραττε για κάθε χαμένη βολή χρήματα. Από την πληρωμή εξαιρούνταν αυτός που θα πετύχαινε τον κόκορα και θα ήταν ο τυχερός της χρονιάς. Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν πήγαιναν για το γλέντι που θα επακολουθούσε.
Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς σε κάθε σπίτι έφτιαχναν τη Βασιλόπιτα, κυρίως με καλαμποκίσιο αλεύρι και την καθιερωμένη κρεατόπιτα. Στη Βασιλόπιτα έβαζαν και το φλουρί. Η πίτα αφού ψηνόταν έμπαινε στο σοφρά [4] και καθόταν όλοι γύρω γύρω. Ο γηραιότερος του σπιτιού, αφού σταύρωνε την πίτα με το μαχαίρι, την έκοβε σε μερίδες (φιλιά), όσα και τα άτομα του σπιτιού συν δύο κομμάτια, ένα για το Χριστό και την Παναγία και ένα για το σπίτι, τα χωράφια και τα ζωντανά. Την στριφογύριζε τρεις φορές και όριζε τίνος είναι το κάθε κομμάτι πίτας. Όποιος έβρισκε το φλουρί θα ήταν και ο τυχερός της χρονιάς.
Φώτα
Την ημέρα των Φώτων τα απομεινάρια από τη στάχτη που συγκέντρωναν όλο το δωδεκαήμερο από τη φωτιά, τη σκόρπιζαν το πρωί στα χωράφια τους. Επίσης έχυναν όλο το νερό που υπήρχε στα δοχεία του σπιτιού από την προηγούμενη ημέρα.
Κάθε σπίτι έστελνε στην εκκλησία ένα μπαγράτσι [5] γεμάτο νερό, καθώς και ένα χερόβολο [6] με σάλμα [7]. Μετά τον αγιασμό των υδάτων από τον παπά την ημέρα αυτή, έριχναν στο δοχείο λίγο αγίασμα και με το ίδιο ράντιζαν και τα χερόβολα. Μόλις γύριζαν στο σπίτι ράντιζαν όλους τους χώρους του σπιτιού, τις αχυρώνες, τους κήπους, τα χωράφια και τους στάβλους. Την ίδια ημέρα θα έδεναν και τα χερόβολα από άχυρο στα αμπέλια και τα καρποφόρα δέντρα, για να έχουν την επόμενη χρονιά άφθονο καρπό.
Τελειώνοντας η εκκλησία τα παιδιά του χωριού γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας τα κάλαντα των Φώτων:
Σήμερα ειν’ τα Φώτα
καρκαλιέται η κότα
πίσω από την πόρτα.
Η κότα καρκαλίστ’κε
κι ο οβριός τσερλίστ’κε.
Έπεσε η πόρτα
πλάκωσε την πόρτα.
Σήκωσαν την πόρτα
κι ηύραν μια μπαμπαζολώτα [8].
Την ημέρα των Φώτων κλείνει και το δωδεκαήμερο. Ξημερώνοντας η γιορτή, πριν χαράξει καλά καλά, τα δωδεκάημερα, συγκεντρώνονταν στους γύρω λάκκους. Εκεί άρχιζαν να πετροβολούν και να κάνουν μεγάλο θόρυβο. Στη συνέχεια με φωνές ξεκινούσαν για τις σπηλιές και τα ραδιά [9] στο Βίκο. Εκεί θα περνούσαν τον καιρό τους μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα. Υπάρχει και τοποθεσία μέσα στη χαράδρα του Βίκου με την ονομασία ‘Ξοθκιονέρι’ , όπου πίστευαν ότι κατοικούσαν οι ‘Ξουτκιές’.
Του Αϊ Γιαννιού
Είναι η τελευταία ημέρα από τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές. Όλοι στο χωριό τη μέρα αυτή βιάζονταν να πάνε νωρίς στην εκκλησία. Εκείνον που θα τύχαινε να πάει τελευταίος, θα τον δίκαζαν σε ‘πνίξιμο’. Μόλις τελείωνε η εκκλησία τον έπιαναν και τον οδηγούσαν στη στέρνα του χωριού. Τον έδεναν καλά με μια τριχιά, άνοιγαν το καπάκι της στέρνας και ύστερα τον κρεμούσαν μέσα, φωνάζοντας ‘άξιος – άξιος’. Εκείνος έβλεπε τα δεινά και για να γλιτώσει, αναγκαζόταν να τάξει κατσίκι για το ζγιαφέτι [10] που θα ακολουθούσε.
Του Αϊ Τρύφωνα
Τη μέρα αυτή δεν έπαιρναν κοφτερό αντικείμενο στα χέρια τους (κλαδευτήρι, σουγιά, τσεκούρι, ψαλίδι), γιατί θεωρούσαν ότι αν έκαναν την κίνηση αυτή, τότε ο χαμόρακας [11] θα τους έκοβε τα σπαρτά.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Της Υπαπαντής
Ανήμερα της Υπαπαντής κανείς δεν εργαζόταν, ακόμη και τα ζώα δεν έμπαιναν για δουλειά. Γι αυτό συχνά ακουγόταν η φράση ‘και τα γομάρια σχόλη’.
Από το πρωί αυτής της μέρας κοίταζαν τον ορίζοντα, για να δουν τι καιρό θα έχει και ανάλογα τα σημάδια υπολόγιζαν τι καιρό θα κάνει όλο το μήνα. Τα σημάδια της μέρας συνοδεύονταν και από τις εξής φράσεις:
- Τ’ς Υπαπαντής δεν έβρεξε, κακό που σ’ ηύρε Σκόκα [12], που σήμαινε ότι δε θα βγει χορτάρι και τα πρόβατα θα ψοφήσουν.
- Όσος ήλιος τ’ν Υπαπαντή, κακός χειμώνας θα γενεί.
Της Τυρινής
Από πολλές μέρες πριν, τα παιδιά του χωριού χωρισμένα σε ομάδες, μάζευαν ξύλα για τη μεγάλη φωτιά της Τυρινής. Περνούσαν από σπίτι σε σπίτι του χωριού ζητώντας από την κάθε νοικοκυρά από λίγα ξύλα. Αν κάποια δεν έδινε ξύλα της έλεγαν το τραγουδάκι:
Νώμ’ μου [13] μπάμπω ξύλα,
μη σ’ τσακίσω τ’ θύρα
και την παραθύρα.
Άλλο ένα συνηθισμένο στιχάκι ήταν το εξής:
Ξύλα για τ’ ς αποκριές
να χουρεύουν οι γριές
μη τις κόκκινες πουδιές.
Επίσης τα παιδιά μάζευαν ξύλα (πουρνάρια και κέδρα) από τις γύρω πλαγιές. Μόλις βράδιαζε οι μεγαλύτεροι έστηναν τη φωτιά. Έβαζαν κούτσουρα το ένα πάνω στο άλλο και ο μεγαλύτερος έδινε το σύνθημα για να ανάψει η φωτιά. Όλοι χόρευαν και τραγουδούσαν μασκαρεμένοι γύρω από τη φωτιά. Οι μασκαράδες φόραγαν στο πρόσωπο αυτοσχέδιες προσωπίδες, φτιαγμένες συνήθως από προβιές (δέρματα ζώων), στο λαιμό κρεμούσαν κουδούνια ενώ τα ρούχα τους ήταν παλιά και κουρελιασμένα, από προβιές ζώων ή από μάλλινες κάπες. Τα παλιότερα χρόνια υπήρχε μεγάλος συναγωνισμός μεταξύ των τριών μαχαλάδων για το ποιος θα ανάψει τη μεγαλύτερη φωτιά. Η φωτιά του κάτω μαχαλά (Κάτω Βίτσα) άναβε δίπλα στο παλιό καμπαναριό, απέναντι από το σχολείο, του μεσιού μαχαλά (Άνω Βίτσα) στο Κιόσκι και του πάνω μαχαλά (Μονοδέντρι) στην πλατεία.
Το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής, οι συγγενείς αντάλλασσαν επισκέψεις στα σπίτια ‘για να σχωρεθούν’ [14], καθώς έλεγαν. Έτσι μόλις βράδιαζε, μέχρι να έρθει η ώρα του φαγητού, οι συγγενείς και οι γείτονες, πήγαιναν σε ‘δικά τους’ σπίτια και αντάλλασσαν ευχές “Καλή Σαρακοστή και το Πάσχα με γεια”. Όταν ερχόταν η ώρα του φαγητού, συγκεντρώνονταν γύρο από το σοφρά και έτρωγαν βιαστικά, προσέχοντας να μη φταρνιστούν και να μη πάθουν λόξιγκα, γιατί το είχαν κακό σημάδι. Αυτό σήμαινε ότι κάποιος θα πέθαινε από το συγγενικό κύκλο.
Μετά το φαγητό έκαναν το ‘Χάψαρο’. Ο πιο μεγάλος σε ηλικία του σπιτιού ετοίμαζε ένα καλοβρασμένο αυγό, το οποίο το έδενε με μία κλωστή. Το αυγό όπως ήταν δεμένο το πλησίαζε με τέχνη στο στόμα όλων των παρευρισκόμενων με τη σειρά. Όποιος θα το άρπαζε με τα δόντια, θα ήταν και ο τυχερός της βραδιάς και θα έτρωγε του αυγό.
Καθαρά Δευτέρα
Εκείνη τη μέρα μαζί με τις δύο επόμενες εφάρμοζαν τη νηστεία του τριήμερου, δηλαδή απείχαν από κάθε τροφή για τρεις μέρες. Μόνο την Τετάρτη, μετά την εκκλησία, έπιναν ένα καφέ, αφού πρώτα έπαιρναν από τον παπά ‘το αγίασμα’, δηλαδή τη μεταλαβιά. Το απόγευμα της ίδιας, ύστερα από το ηλιοβασίλεμα, έτρωγαν μόνο νηστίσιμα φαγητά όπως: Πίτα από τσουκνίδες, στεγνολάχανα και χουσιάφ’ [15].
ΜΑΡΤΙΟΣ
Πρώτη Μάρτη
Την πρώτη του Μάρτη οι μανάδες φόραγαν στα μικρά παιδιά στο λαιμό και στα χέρια ‘τα μαρτίτσια’. Αυτά ήταν φτιαγμένα από ασπροκόκκινες δίκλωνες κλωστές και τα φόραγαν τα παιδιά για να μη τα μαυρίσει και τα κάψει ο ήλιος του Μαρτιού. ‘Τα μαρτίτσια’ τα φορούσαν μέχρι τις 9 Μάρτη, μετά τα έβγαζαν και τα κρεμούσαν στις κρανιές, από όπου θα τα έπαιρναν τα χελιδόνια που θα ‘ρχοταν για να φτιάξουν της φωλιές τους.
Των Αγίων Θεοδώρων
Το Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων, όπως και τα δύο προηγούμενα Σάββατα, της Αποκριάς και της Τυρινής, στο σπίτι κανείς δεν λουζόταν. Για το έθιμο αυτό υπάρχει και σχετικό τραγούδι:
Ανάθεμα που λούζονταν
τρία καλά Σαββάτα,
τ’ς Αποκριάς και της Τυρνής
κι αυτό προς τ’ Αϊ Θοδώρου.
Η κόρη λούστ’κε τ’ Αϊ Θοδώρ’
κ’ έλαβε [16] του Λαζάρου.
Επίσης, τα τρία αυτά Σάββατα ήταν αφιερωμένα στις ψυχές (ψυχοσάββατα), γι αυτό τις μέρες αυτές δεν δούλευαν και πήγαιναν στην εκκλησία κόλλυβα, για να διαβαστούν από τον παπά και στη συνέχεια τα μοίραζαν στους εκκλησιαζόμενους και στους συγχωριανούς που θα συναντούσαν στο δρόμο για το σπίτι.
Των Αγίων Σαράντα
Η μέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στις ψυχές. Την αφοσίωσή τους σε αυτές την έδειχναν με τα κόλλυβα που πήγαιναν στην εκκλησία. Τη μέρα αυτή έλεγαν και τη φράση:
Σαράντα φάε, σαράντα πιες
σαράντα κάνε για την ψ’χή.
Του Ευαγγελισμού
Τη μέρα αυτή πίστευαν πως ερχόταν και ο κούκος. Αν το πρωί λαλούσε ο κούκος και δεν ήταν φαγωμένοι, τότε όπως έλεγαν θα τους ‘τσάκιζε’, με αποτέλεσμα να μη φυτρώσει ο σπόρος στο χωράφι και το γάλα να μη βγάζει βούτυρο. Γι αυτό το πρωί ανήμερα του Ευαγγελισμού όλοι έτρωγαν.
Την ίδια μέρα πριν βγάλουν τα ζώα έξω από το αχούρι, άναβαν μια μικρή φωτιά μπροστά στην πόρτα με άχυρα και ξεραμένες σβουνιές [17]. Αυτή θα την πηδούσαν τα ζώα, καθώς θα έβγαιναν και έτσι πίστευαν πως θα προστατεύονταν από τα δαγκώματα των φιδιών. Αν κατά τη διάρκεια του μήνα άστραφτε και βροντούσε, τότε τα φίδια θα έμπαιναν βαθιά στις τρύπες τους.
ΑΠΡΙΛΙΟΣ
Ήταν ο μήνας που έρχονταν τα Χελιδόνια και ο Κούκος. Έπρεπε κάθε πρωί όλες τις ημέρες του μήνα να τρώνε, γιατί αν άκουγαν να λαλάει ο Κούκος και ήταν νηστικοί, θα αρρώσταιναν. Έλεγαν πως τους ‘τσάκιζε’ ο Κούκος.
Σάββατο του Λαζάρου
Ανήμερα της γιορτής του Λαζάρου τα παιδιά πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου:
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάϊα
ήρθε κι ο Χριστός απ’ τη Βηθανία, Μάρθα, Μαρία.
-Μάρθα που ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σου
και ο φίλος μου ο ιδικός μου.
-Τετραήμερος κι αποθαμένος
και με τους νεκρούς ανταμωμένος.
-Σήκω Λάζαρε να σ’ αναστήσω
κι από τους νεκρούς να σε χωρίσω.
-Δεν μπορώ να σηκωθώ είμαι δεμένος
τα χεράκια μου είναι δεμένα
και τα ποδαράκια μου κι αυτά δεμένα.
Τα παιδιά στα κάλαντα κουβαλούσαν μαζί τους και το ‘Λάζαρο’, μια κατασκευή που αποτελούνταν από δύο ξύλα ενός μέτρου περίπου καρφωμένα σταυρωτά, δεμένα με σκοινιά και από την κάτω επιφάνεια κρεμασμένα πολλά κουδούνια, τα οποία χτυπούσαν δυνατά, για να διαλαλήσουν στο χωριό την ανάσταση του Λαζάρου. Πάνω σε αυτή την κατασκευή τοποθετούσαν την εικόνα της Ανάστασης του Λαζάρου που έπαιρναν από την εκκλησία, μαζί με πολλά λουλούδια της εποχής και φύλλα από κισσό. Σε κάθε σπίτι η ανταμοιβή ήταν κάποια χρήματα ή αυγά.
Μεγάλη Πέμπτη
Η Μεγάλη Πέμπτη ήταν η μέρα των εργασιών.
Αυτή τη μέρα έβαφαν τα κόκκινα αυγά. Το πρώτο αυγό που θα βαφόταν το έβαζαν στο εικόνισμα του σπιτιού. Εκεί θα διατηρούνταν αναλλοίωτο μέχρι το άλλο Πάσχα. Επίσης έκαναν τις πασχαλινές κουλούρες σε σχήμα σταυρού. Από τις πασχαλινές κουλούρες κάποιες έστελναν στους συγγενείς, τους κουμπάρους, σε αυτούς που τους φύλαγαν τα ζώα και στο δάσκαλο του χωριού.
Για τα παιδιά έραβαν μια ζώνη, μια ποδίτσα ή κάτι άλλο γιατί πίστευαν ότι αν φορούσαν κάτι φτιαγμένο αυτή τη μέρα, δεν τα έπιανε το μάτι (βάσκαμα).
Από το πρωί σημάδευαν τα αρνιά και τα κατσίκια, που είχαν γεννηθεί εκείνη τη χρονιά και που θα κρατούσαν για να ανανεώσουν το κοπάδι τους. Το κάθε σπίτι είχε και το δικό του σημάδι, που ξεχώριζε από τα άλλα και μπορούσαν να τα διακρίνουν εύκολα, όπως π. χ κόψιμο ενός μέρους του δεξιού ή αριστερού αυτιού του ζώου.
Μεγάλη Παρασκευή
Τη Μεγάλη Παρασκευή πριν να αρχίσει η ακολουθία της αποκαθήλωσης γινόταν το στόλισμα του Επιτάφιου. Τα παιδιά από πολύ πρωί έτρεχαν στα γύρω χωράφια και μάζευαν λουλούδια και ανθισμένα κλαδιά δέντρων (κυρίως κερασιές) για το στόλισμα του Επιτάφιου. Τα πιο τολμηρά από αυτά πήγαιναν και μάζευαν λουλούδια σε απόκρημνα σημεία στη Χαράδρα του Βίκου και στα ‘Γκρούνια’ [18], γιατί δεν μπορούσαν να τα φτάσουν τα ζώα για να τα φάνε και έτσι έβρισκαν ωραία ζαμπάκια και μεγάλες μαργαρίτες.
Κυριακή του Πάσχα
Ένα πολύ παλιό έθιμο που είχε διακοπεί το έτος 1780, όπως αναφέρεται σε χειρόγραφο Ευαγγελικό κώδικα της εκκλησίας Παναγίας στην Κάτω Βίτσα, ήταν και το κάψιμο του σκυλόβραιου.
«Έτος εις τους 1780 είχαν συνίθεια του αγήου Πάσχα επεδις εσίναζαν όλην την αγίαν τεσαρακοστήν ξίλα και έκαναν την λα(μ)πρίν πιρκαηάν εις την ράχην και εκόπει παρ’ εμού Λαζάρου ιερέος ηός του Θεοδορου ιερέος του Πάνου διάτι ήταν ενάρμοστον»
Κατ’ αυτό το έθιμο ετοίμαζαν ένα ομοίωμα ανθρώπου ‘το σκυλοεβραίο’ με παλιά ρούχα γεμισμένα με άχυρα. Αυτό το ομοίωμα παρίστανε τον προδότη τον Ιούδα. Μάζευαν ξύλα πάνω στο ‘Κιόσκι’, έβαζαν το ομοίωμα πάνω και μόλις ο παπάς έλεγε στην Ανάσταση το Χριστός Ανέστη, με τη λαμπάδα αναμμένη από το Άγιο Φως, άναβαν το σωρό με τα ξύλα και τιμωρούσαν με αυτό τον τρόπο τον προδότη. Δίπλα από τη φωτιά άλλοι κάτοικοι πυροβολούσαν στον αέρα, για να υποδεχτούν το χαρμόσυνο γεγονός.
Μόλις τελείωνε η εκκλησία με τις αναμμένες λαμπάδες, πήγαιναν στο σπίτι και σταύρωναν όλα τα ζωντανά τους.
Μια λέξη που δεν έλεγαν τη μέρα αυτή ήταν ‘ψύλλος’, γιατί πίστευαν ότι με την προφορά της λέξης θα γέμιζαν πραγματικούς ψύλλους.
Του Αϊ Γιωργιού
Ο Αϊ Γιώργης θεωρείται ο κατ’ εξοχήν Άγιος προστάτης των κοπαδιών και λατρεύονταν ιδιαίτερα από τους κτηνοτρόφους της περιοχής. Την παραμονή της γιορτής οι κτηνοτρόφοι έσφαζαν ‘τα ταμένα’ αρνιά ή κατσίκια και τα δέρματά τους τα κρεμούσαν την άλλη μέρα έξω από τα παρεκκλήσια του Αγίου. Τα χρήματα από την πώληση των δερμάτων πήγαιναν για τις ανάγκες της εκκλησίας.
Από τη μέρα αυτή άρχιζε και η περίοδος των θερινών βοσκών. Έτσι τη μέρα αυτή διόριζαν τους φύλακες των χωραφιών τους (αγροφύλακες) και τους φύλακες των κοπαδιών τους (βαλμάδες), για όλη την περίοδο, δηλαδή από του Αϊ Γιωργιού μέχρι του Αϊ Δημητριού. Θα ετοίμαζαν δε και θα υπόγραφαν τη σχετική συμφωνία, που περιλάμβανε τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις τους, καθώς και την αμοιβή τους. Η αμοιβή συνήθως ήταν χρηματική ή σε οκάδες αλεύρι ή ψωμί και δίνονταν από τους κατοίκους ανά κεφαλή ζώου. Επίσης κανόνιζαν και πόσα χρήματα θα έπαιρνε ο αγροφύλακας για τη σύλληψη κάθε ζώου μικρού ή μεγάλου σε ξένο χωράφι ή σε απαγορευμένη από την κάθε κοινότητα έκταση.
ΜΑΪΟΣ
Κατά τη διάρκεια το μήνα δε γινόταν κανένας γάμος, γιατί πίστευαν ότι αυτοί που παντρεύονταν Μάιο, δεν πρόκοβαν.
Της Αναλήψεως
Αυτή τη μέρα κρεμούσαν κλαδιά από κρανιά και γαλατσίδες στις πόρτες και στα καρδάρια [19] για να είναι τα ζώα γερά σαν το ξύλο της κρανιάς και να τρέχει άφθονο το γάλα από τα ζώα όπως τρέχει και το γάλα από τις κομμένες γαλατσίδες.
ΙΟΥΝΙΟΣ
Του Αϊ Γιάννη του Θεολόγου
Ήταν η μέρα που ο παπάς γύριζε από σπίτι σε σπίτι και ράντιζε τα ρούχα για να μη τα φάει ο κόπτσας [20]. Τα ετοίμαζαν από νωρίς βγάζοντας τα από τα μπαούλα και τις καρσέλες και τα κρέμαγαν κάπου, μέχρι να περάσει ο παπάς και τα ραντίσει.
Της Πεντηκοστής
Ήταν η μέρα του χρόνου κατά την οποία κρέμαγαν μέσα στις μεσάντρες και στα μπαούλα φύλλα καρυδιάς, για να μη τα φάει ο κόπτσας.
ΙΟΥΛΙΟΣ
Λιτανεία για την ανομβρία
Κάποιες χρονιές που έκανε να βρέξει δύο και τρεις μήνες και τα σπαρτά κόντευαν να ξεραθούν, οι κάτοικοι έπεφταν σε απόγνωση, γιατί ήξεραν ότι αυτό που θα επακολουθούσε θα ήταν πείνα και δυστυχία. Έτσι κατέφευγαν στα Θεία, που ήταν και η μόνη τους ελπίδα. Όλοι οι χωριανοί μαζεύονταν στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου και έκαναν δεήσεις προς την Παναγία και το Χριστό για να έρθει μια βροχή. Μετά γινόταν λιτανεία με περιφορά της εικόνας της Παναγίας στα σοκκάκια του χωριού και στα γύρω χωράφια.
Μια άλλη επίκληση στον ουρανό για να ρίξει μια βροχή, ήταν και το ακόλουθο έθιμο της ‘Παπαρούνας ή Πιπιρούνας ή Περπερούνας’ : Τύλιγαν κάποιο κοριτσάκι με κλαδιά χελιδρονιάς και με διάφορα αγριολούλουδα της εποχής (κυρίως παπαρούνες, εξ ου και η ονομασία) από πάνω μέχρι κάτω και της έδιναν να κρατάει την εικόνα του Αγίου Νικολάου. Όλοι μαζί στη συνέχεια και κυρίως παιδιά γύριζαν στους δρόμους του χωριού, τραγουδώντας το τραγούδι:
Πιπιρούνα περπατεί
του Θιό παρακαλεί
Θε μου βρέξι μια βρουχή
μια βρουχίτσα σιγανή
στα στάρια, στα κριθάρια
στου Θιού τα παρασπόρια
κι στης βάβους τα κρουμμύδια.
Από τα σπίτια έβγαιναν οι γυναίκες και ράντιζαν την ‘Παπαρούνα’ με νερό.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Τα μερομήνια
Από την πρώτη του μήνα άρχιζαν ‘τα μερομήνια’ και κρατούσαν μέχρι τη δωδέκατη μέρα, δώδεκα μέρες δηλαδή όσοι και οι μήνες της χρονιάς. Αυτές τις μέρες γινόταν από κάποιους καιρικές παρατηρήσεις και ανάλογα με το τι θα επικρατούσε την κάθε μέρα, ανάλογος θα ήταν και ο καιρός τον αντίστοιχο μήνα. Έτσι η 1η Αυγούστου αντιστοιχούσε στο μήνα Σεπτέμβριο, η 2α Αυγούστου αντιστοιχούσε στο μήνα Οκτώβριο κ.ο.κ.
Τα σημάδια των παρατηρήσεων ήταν: ο ήλιος, τα σύννεφα, η βροχή, το χαλάζι, η κατεύθυνση του ανέμου κ.α. Αν κατά τη διάρκεια της ημέρας ο καιρός άλλαζε τότε θα ήταν διαφορετικός και ο καιρός που θα επικρατούσε κατά τη διάρκεια του μήνα που αντιστοιχούσε.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Πρώτη Κυριακή
Με την αρχή του Φθινοπώρου και τα πρώτα πρωτοβρόχια άρχιζαν και τα οργώματα και οι σπορές στα χωράφια. Στις 14 Σεπτεμβρίου, γιορτή του Τιμίου Σταυρού, οι γυναίκες του χωριού έπαιρναν ένα πιάτο γεμάτο με διαλεγμένο σπόρο από τα φυτά που θα έσπερναν, το πήγαιναν στην εκκλησία και το άφηναν δεξιά από την Ωραία Πύλη για να το ‘διαβάσει’ ο παπάς. Όταν γύριζαν στο σπίτι, ανακάτευαν αυτό το σπόρο με τον υπόλοιπο σπόρο που προοριζόταν για σπορά των χωραφιών, για να είναι ευλογημένος και να παράγει πολύ καρπό.
Την πρώτη μέρα που πήγαιναν για σπορά, φυλάγονταν από το ‘κακό συναπάντημα’, για αυτό έφευγαν νύχτα για το χωράφι.
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ
Του Αϊ Δημήτρη
Ήταν η μέρα που τελείωναν οι θερινές βοσκές και άρχιζαν οι χειμερινές. Τη μέρα αυτή διόριζαν τους υπαλλήλους, όπως και του Αϊ Γιωργιού, που θα φύλαγαν τα χωράφια και τα ζωντανά κατά την περίοδο του χειμώνα.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
Του Αγίου Αντρέα
Την τελευταία μέρα του μήνα και γιορτή του Αγίου Αντρέα πήγαιναν στην εκκλησία ‘τα μπόλια’ ή ‘τα πολυσπόρια’ για να τα διαβάσει ο παπάς. Αυτά αποτελούνταν από βρασμένα καλαμπόκια ολόκληρα ή ξεσπυρισμένα, που πολλές φορές τα ανακάτευαν και με άλλα βρασμένα δημητριακά ή όσπρια. Μετά το τέλος της εκκλησίας ‘τα μπόλια’ μοιράζονταν στους παρευρισκόμενους και τα υπόλοιπα τα έτρωγε όλη η οικογένεια ευχόμενη καλή καρποφορία.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Δωδεκαήμερο
Έτσι έλεγαν οι παππούδες μας τις δώδεκα ημέρες που μεσολαβούν από την παραμονή των Χριστουγέννων, μέχρι την ημέρα των Φώτων.
Τις ημέρες αυτές βγαίνουν από τα έγκατα της γης, μέσα από τη χαράδρα του Βίκου και παρουσιάζονταν στους ανθρώπους κάτι παράξενα πλάσματα με πολλές ονομασίες όπως: οι ξουτκιές, τα ισκιώματα ή ισκιωτικά ή τλούμπαλα, ντρουμπέγκαλα, δωδεκάημερα, τζίνια, μπέγκια, καψούρια ή κοτσόϊνα όπως έλεγαν οι παλιοί τους καλικάντζαρους. Περιγράφονταν ως μαυριδερά ή παρδαλά τερατάκια με μακριές ουρές και κέρατα, που έβγαιναν αυτές τις μέρες από τον κάτω κόσμο με μοναδικό σκοπό να πειράξουν και να τρομάξουν τους ανθρώπους. Όταν σουρούπωνε έβγαιναν από τις κρυψώνες τους και έπαιρναν τα σπίτια του χωριού με τη σειρά, χτυπώντας τις πόρτες και τα παράθυρα, περιμένοντας να τους ανοίξουν ή να ακούσουν κάποια ομιλία. Σε όποιο σπίτι υπήρχαν παιδιά δεν έπρεπε να κλαινε γιατί θα τους έπαιρναν τη φωνή. Αφού πέρναγαν από όλα τα σπίτια έφταναν και στους τρεις μύλους του χωριού, ένας από τους οποίους ήταν στο ποτάμι και δύο στο ‘Βαρκό’. Εκεί έστηναν τρελό χορό πάνω στη φτερωτή, τραγουδώντας το τραγούδι «του λινάρ’, του λινάρ’, του πουλύπαθου λινάρ’». Ο χορός κράταγε μέχρι να λαλήσει πρώτα ο άσπρος και ύστερα ο μαύρος κόκορας.
Όλες αυτές οι μέρες ήταν ΄δεμένες’, ως την ημέρα του Σταυρού. Καμία γυναίκα αυτές τις δώδεκα μέρες δεν έπλενε, δεν πήγαινε στο χωράφι, στον κήπο ή στο αμπέλι, ούτε πήγαινε για ξύλα στο λόγγο ή την κοπριά από τα ζώα στα χωράφια. Επίσης, στο σπίτι δεν λανάριζαν το μαλλί.
Αυτές τις μέρες κανείς δε σφύριζε τη νύχτα, γιατί με το σφύριγμα μαζεύονταν τα κοτσόϊνα. Όταν άκουγαν να τους φωνάζει το βράδυ κάποιος από έξω, δεν επιτρέπονταν να μιλήσουν, αν δεν βεβαιώνονταν, ποιος είναι αυτός που τους φωνάζει, γιατί υπήρχε ο κίνδυνος να τους πάρουν τη ‘μιλιά’. Ενώ φύλαγαν τα κοπάδια με τα γίδια ή τα γελάδια έξω, αν άκουγαν κάποια φωνή να τους φωνάζει ή άκουγαν τραγούδια, δεν έπρεπε όλες αυτές τις ημέρες του δωδεκαήμερου να γυρίσουν το κεφάλι προς τη φωνή και να μιλήσουν, γιατί και σε αυτή την περίπτωση οι ‘ξουτκιές’ θα τους έπερναν τη ‘μιλιά’. Όταν λούζονταν δεν έχυναν τα νερά έξω από το σπίτι γιατί ‘ισκιώνονταν’.
Για να διώξουν τα διάφορα ξωτικά που κυκλοφορούσαν κυρίως τα βράδια έριχναν στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι κούτσουρα από αγριοκερασιά και μαζί με αυτά έκαιγαν παλιά τσαρούχια τα οποία έβγαζαν απαίσια μυρωδιά. Τη στάχτη από τις διάφορες φωτιές του σπιτιού όλο το δωδεκαήμερο, τη μάζευαν και τη σκόρπιζαν στ’ αμπέλια και στα χωράφια. Το φως και το λιβάνι ήταν οι χειρότεροι εχθροί τους, γι αυτό όλο το δωδεκαήμερο λιβάνιζαν κάθε βράδυ ενώ κανένας δεν κυκλοφορούσε χωρίς φανάρι.
Χριστούγεννα
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές ζύμωναν τις κουλούρες. Τις παρασκεύαζαν μόνο από καθαρό σιταρένιο αλεύρι και όχι σμιγμένο με αλεύρι από άλλα σιτηρά. Αφού τις ξηροζύμωναν καλά, άπλωναν το ζυμάρι όπως συνηθίζονταν σε σχήμα 8. Από αυτές τις Χριστουγεννιάτικες κουλούρες θα έστελναν δύο μαζί ανήμερα τα Χριστούγεννα στον νουνό ή τη νουνά και στους πλησιέστερους συγγενείς.
Επίσης την παραμονή θα έσφαζαν ‘το μανάρι’, δηλαδή κάποιο αρνί που το είχαν φυλαγμένο για το επίσημο τραπέζι της επόμενης μέρας.
Ανήμερα της γιορτής όλοι ξύπναγαν πολύ νωρίς για να πάνε στην εκκλησία, γιατί η καμπάνα χτύπαγε κατά τις πέντε το πρωί. Μετά την εκκλησία τα παιδιά περνούσαν από όλα τα σπίτια του χωριού λέγοντας τα κάλαντα ή όπως παλιότερα λεγόταν, τα κόλιντρα:
Χριστούγεννα, Χριστούγεννα
Χριστός γεννιέται τώρα.
Γεννιέται και βαφτίζεται
στους ουρανούς απάνω.
Ολ’ οι άγγελοι χαίρονται
και τα δαιμόνια σκάζουν.
Σκάζουν, σκάζουν και πλαντάζουν
και τα σίδερα δαγκάνουν.
[1] Ο οβορός = θημωνιά από ξύλα
[2] Τα πουρνοτσέφλα = φύλλα πουρναριού
[3] Τα πλια = πουλιά
[4] Ο σοφράς = στρόγγυλη ξύλινη τάβλα
[5] Το μπαγράτσι = χάλκινο μικρό δοχείο
[6] Το χερόβολο = δεμάτι
[7] Το σάλμα = άχυρο
[8] Η μπαμπαζολώτα = νόμισμα
[9] Τα ραδιά = τρύπες μέσα σε βράχους
[10] Το ζγιαφέτι = γλέντι με φαγητά και όργανα
[11] Ο χαμόρακας ή χαμόραγκας = αρουραίος
[12] Ο Σκόκας = κάποιος μεγαλοτσέλιγκας της περιοχής
[13] Νώμ’ μου = δώσ’ μου
[14] Να σχωρεθούν = να συγχωρεθούν
[15] Το χουσιάφι = διάφορα ξεραμένα φρούτα (κεράσια, κυδώνια, μήλα, σταφύλια, σταφίδες) βρασμένα με ζάχαρη
[16] έλαβε = τρελάθηκε
[17] σβουνιές = ξεραμένες κοπριές από αγελάδες
[18] Γκρούνια = απόκρημνη τοποθεσία ανάμεσα στη Βίτσα και Μονοδέντρι
[19] καρδάρια = στρόγγυλα μεταλλικά δοχεία που χρησιμοποιούνταν στο άρμεγμα
[20] Ο κόπτσας = ο σκόρος